Ο τοπικός πολιτισμός της περιοχής των Τζουμέρκων
Υπόμνημα:

Η μαθητεία των παιδιών στα μπουλούκια των μαστόρων

Οι χτίστες κάνανε ομάδα, το λιγότερο με τέσσερις μαστόρους γιατι χτίζανε μέσα έξω, μέσα ήταν οι μαθητευόμενοι, οι βοηθοί και έξω ήτανε οι τεχνίτες. Υπήρχανε ειδικοί που κάνανε ας πούμε τα αγκωνάρια, που πελεκούσανε. Και αυτοί και εκείνοι που ήτανε από μέσα είχανε το ίδιο μεροκάματο.
Τα παιδιά ξεκινούσανε από πολύ μικρά, από την ηλικία που μπορούσανε να σηκώσουνε και να κουβαλήσουνε ένα τενεκέ, ένα πηλοφόρι. Αυτό ανάλογα με την ηλικία και την σωματική του κατάσταση διαρκούσε από ένα έως δυο χρόνια. Αυτός λεγόταν λασποπαίδι. Μετά προβιβαζόταν και ήταν εκείνος που πήγαινε με τα ζώα, εκείνος που φόρτωνε τα υλικά από το νταμάρι που έβγαιναν στο μέρος όπου θα οικοδομούσανε.

Αυτός λοιπόν που ονομαζόταν μουλαροπαίδι, είχε την υποχρέωση να κουβαλάει τα υλικά και μετά να βόσκει και τα ζώα. Μπορεί να ξενυχτούσε κάπου που ήταν λιβάδι, όπου επιτρεπόταν να βόσκει, γιατι συνήθως εκεί που χτίζανε ήταν ιδιοκτησίες και έπρεπε να βρούνε ένα μέρος κατάλληλο για βοσκή. Η ζωή τους βέβαια ήταν πολύ δύσκολη, ιδίως σε αυτή την μεταβατική περίοδο. Και μετά από ένα – δυο χρόνια και ανάλογα την έξη που είχε ο καθένας, έμπαινε βοηθός από μέσα. Πολλοί πέρασαν βέβαια την ζωή τους χτίζοντας συνέχεια από μέσα, γιατι δεν είχαν την έφεση να το πούμε έτσι. Η ομάδα, βέβαια καμιά φορά κάνανε και τα στραβά μάτια άμα είχανε ανάγκη για κάτι έκτακτο. Κάνανε ομάδες που διαρκούσανε. Μέχρι το 1950 αυτό ήτανε κανόνας.

Όπως και οι ζυγιές με τα όργανα έτσι και οι μάστορες έκαναν μια ομάδα, εφ όρου ζωής που λέμε. Αυτό που άλλαξε αργότερα ήτανε με τους σεισμούς στα Εφτάνησα, όπου παίρνανε άτομα και όχι ομάδες – κομπανίες. Την ανοικοδόμηση την είχαν αναλάβει εργολάβοι, οι οποίοι προσλαμβάνανε έναν – έναν τους τεχνίτες.

Ένα άλλο που είναι βασικό, είναι ότι αυτοί πηγαίνανε κάπου που είχανε κάποιους γνωστούς και ρωτούσανε έχει καμιά δουλειά εδώ ή σε κανά διπλανό χωριό? Περπατούσανε. Είναι άνθρωποι που ξεκίνησαν από την περιοχή του Βάλτου κάτω και φθάσανε μέχρι το Περτούλι, πίσω στην Θεσσαλία. Ήτανε εποχές, πότε Κατοχή, πότε Εμφύλιος που οι άνθρωποι δουλεύαν ακόμη και για να τρώνε μόνο. Η αμοιβή τους δηλαδή ήταν το φαί τους, ή προϊόντα. Ήταν μια χρονιά που δουλεύανε, ο πατέρας μου συγκεκριμένα μαζί με την παρέα του, δουλεύανε στη Θεσσαλία και πήγαν οι γυναίκες τους και φορτώθηκαν στάρι από κει και το φέρανε φορτωμένο από τη Θεσσαλία. Αυτή ήταν η αμοιβή τους, ψωμί.

Γιώργος Πολύζος, Πράμαντα