Ο τοπικός πολιτισμός της περιοχής των Τζουμέρκων
Υπόμνημα:

Αφήγηση οργανοπαίκτη από το Ματσούκι

Πήγα σε δάσκαλο. Πήγα σε έναν στα Γιάννενα εδώ, το 1961-62 κάπου εκεί μέσα. Ο δάσκαλος λεγόταν Πετράκης Χαραλάμπους. Είναι από την Ιερομνήμη Θεσπρωτίας. Αυτός ήταν γνωστός κάποιου φίλου μου. Εμένα το κλαρίνο μου άρεσε. Εν τω μεταξύ εκείνη την εποχή το κλαρίνο περπάταγε, γιατι είχε έλλειψη ο κόσμος τότε. Θυμάμαι εγώ που βγήκα μαθητευόμενος εδώ να παίξω στην πλατεία, χωρίς μηχανήματα. Μόλις άκουγε ο κόσμος να παίζει κλαρίνο στην πλατεία μαζευότανε. Το θέλανε πάρα πολύ γιατι δεν υπήρχαν άλλα μέσα, ούτε μαγνητόφωνα, ούτε τίποτα. Κανένα γραμμόφωνο μόνο από εκείνα τα παλιά. Εκείνα με το χωνί.

Ο δάσκαλος με έμαθε λίγα πράγματα στην αρχή. Τις νότες μου έμαθε και αυτή η δουλειά τράβηξε κανένα μήνα. Ήταν και λίγο δύσκολο, δεν μπορείς να μάθεις αμέσως. Μετά μου έμαθε και 5-10 τραγούδια ηπειρώτικα και από τα άλλα τα τσάμικα που λέμε εδώ και τα συρτά. Για να ξέρω 2-3 πράγματα να μπορώ να ξεκινήσω. Με αυτά ξεκίνησα και μετά ακούγοντας με το αυτί, μάθαινα και άλλα. Καθόμασταν με τα παιδιά μετά, κάναμε και τις πρόβες μας, ένας με τον άλλο και μαθαίναμε. Είχαμε κάνει κομπανία μόνιμη εδώ. Είχαμε κάνει κομπανία με την οποία ζήσαμε εδώ, σχεδόν 40 χρόνια. Ήτανε 2 αδέρφια, που ήτανε μαζί. Ο ένας έπαιζε βιολί και ο άλλος έπαιζε ακορντεόν. Και ένας με κιθάρα. Ξάδερφος των παιδιών. Αυτός με το βιολί ήταν ο Δημήτρης ο Τσαντούλης, ο αδελφός του ο Βασίλης ο Τσαντούλης, και ο ξάδερφος του Δημήτρης Τσαντούλης, με την κιθάρα κι αυτός.

Τα πανηγύρια τότε ήταν πολύ δύσκολα. Βέβαια μικρά πανηγυράκια ήταν , δεν ήταν τα πανηγύρια που γίνονται τώρα, γιατι τότες στις αρχές δεν είχαμε και μηχανήματα. Κατεβαίναμε στην πλατεία και παίζαμε έτσι. Τα αυτιά του λαού τότε ήτανε καθαρά. Και άκουγες το κλαρίνο στην πλατεία εδώ κάτω και λες τι γινότανε εδώ κάτω. Άκουγες και το λαγούτο, ακουγότανε τότε. Δεν ήταν μαθημένοι οι άνθρωποι με άλλα όργανα, κατάλαβες. Παίξαμε κανά δυο χρόνια τότε τρία, χωρίς μηχανήματα. Μετά αποφασίσαμε να πάρουμε μια γεννήτρια, γιατι δεν είχαμε και ρεύμα εμείς εδώ. Θέλαμε να πάρουμε γεννήτρια γιατι το ρεύμα σε εμάς εδώ ήρθε το 84. Μέχρι τότε είχαμε γεννήτρια. Παλιά τα πανηγύρια γινότανε τις απογευματινές ώρες. Κατεβαίνανε οι άνθρωποι, όλος ο κόσμος, το απόγευμα, στην πλατεία κάτω. Εκεί χορεύανε διπλό χορό, μπροστά οι γυναίκες και πίσω οι άντρες. Έτσι χορεύανε τότε σε όλα τα χωριά περίπου. Παίζαμε κανά 2-3 ώρες στην πλατεία, μετά τα βραδάκια πηγαίναμε σε κανένα μαγαζί. Εκεί στο μαγαζί μαζεύονταν λίγοι γιατι δεν υπήρχανε τα μέσα, δεν υπήρχανε καρέκλες τίποτα. Σε πάγκους καθόντουσαν. Βέβαια, ο γάμος είχε άλλη σειρά.

Την Πέμπτη το βράδυ ανάπιαναν τα προζύμια. Μετά ξεκινάγαμε το Σάββατο με τα όργανα. Το Σάββατο τρεις με τέσσερις κάπου εκεί μέσα πηγαίναμε για να σφάξουνε τα αρνιά. Πέντε δέκα πρόβατα, όσα είχε ο καθένας για το γάμο. Εκεί παίζαμε ένα σόλο. Τελειώναν από τα πρόβατα και μετά πηγαίναμε να πάρουμε το βλάμη. Φέρναμε το βλάμη στο σπίτι. Πατινάδα στο δρόμο. Παίζαμε δρόμο-δρόμο. Μετά δεύτερη δόση πηγαίναμε και φέρναμε το νονό. Μετά παίρναμε την προίκα της νύφης. Πηγαίναμε στη νύφη και παίρναμε τα προικιά. Όλα αυτά γινότανε με το κλαρίνο. Τα μαζεύανε οι γυναίκες, τα κάνανε δέματα και φορτωνόντουσαν όλες, πιο πολύ οι νέες και τα πηγαίνανε στο σπίτι του γαμπρού αυτά. Μετά αφού τους μαζεύαμε όλους εκεί, καθόμασταν το βράδυ λιγάκι να ξεκουραστούμε, κανά μισαωράκι και μετά άρχιζε το γλέντι. Συνήθως το Σάββατο το βράδυ δεν το ξημερώναμε. Μέχρι τις 2-3. Αυτό, γιατι την Κυριακή είχε πάλι το ίδιο βιολί. Μόλις τελείωνε η εκκλησία από 10.30-11.00 αρχίζαμε να πάμε να πάρουμε πάλι το βλάμη. Πάλι το νουνό. Έπιανε μεσημεράκι. Το μεσημέρι ετοιμάζανε να ξυρίσουνε πάλι το γαμπρό. Εκεί του παίζανε ένα τραγούδι. Αφού ετοιμάζαμε και το γαμπρό, κατά τις 1-2 ηώρα, ετοιμαζόμασταν να κατέβουμε στην πλατεία κάτω, που ήταν η παλιά εκκλησία που έπεσε με το σεισμό του 67. Η πάνω εκκλησία έγινε το 1992.

Κατεβαίναμε λοιπόν στην πλατεία, γινόνταν τα στέφανα. Τελειώναν τα στέφανα και μετά χορεύαν στην πλατεία μέχρι να νυχτώσει. Χορεύανε όλο το συγγενολόι, μπαίνανε όλοι οι συγγενείς, από νύφη και από γαμπρό, μπαίνανε όλοι στο χορό, τελειώναμε το βραδάκι. Τους παίρναμε με τα κλαρίνα και πηγαίναμε στο σπίτι του γαμπρού και εκεί γλεντάγαμε μέχρι το πρωί. Τη νύχτα κατά τις 12 βάζανε για φαγητό, τα κρέατα που είχανε. Είχανε ψητά, βραστά αναλόγως τι δυνάμεις είχε ο καθένας. Πάντα είχαμε προβατίνα. Πιο παλιά τα μαγειρεύανε με λίγο κριθαράκι γιατι μαζεύονταν παιδιά πολλά στο γάμο και ήθελαν να φάνε και δεν τα χορταίνανε. Και βάζανε και κριθαράκι για να φτάσει για όλους. Εμείς είχαμε ένα έθιμο εδώ, που πήγαινε σχεδόν όλο το χωριό στο γάμο. Και τώρα αν γίνει γάμος το ίδιο γίνεται. Μόνο που τώρα οι γάμοι δεν γίνονται πια στα σπίτια αλλά στην πλατεία και υπάρχουνε τα μέσα. Και το γλεντάγαμε μέχρι τη Δευτέρα το πρωί. Μας έπαιρνε και μεσημέρι.