Ο τοπικός πολιτισμός της περιοχής των Τζουμέρκων
Υπόμνημα:

Ξόρκια

Μάνθου Αλεξάνδρα. Συλλογή επωδών από το χωριό Πλατανούσα. Χειρόγραφα Λαογραφίας των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Σειρά δεύτερη 1965-66 (Α-Ω) σ. 289-291.

Όταν σε δάγκωνε σκορπιός έπρεπε να πεις τρεις φορές

«Πέρα σε κείνο το βουνό, τρία κακάβια κρέμονται
Το να μέλι , τ άλλο γάλα, τ άλλο του σκορπιού το αίμα
Πιες το μέλι, πιες το γάλα, χύσε του σκορπιού το αίμα»

Όταν σε πονάει το κεφάλι παίρνεις από ένα σταυροδρόμι, τρία χαλίκια σταυρώνεις το κεφάλι και τα πετάς σταυρωτά, δεξιά αριστερά και πίσω. Αν είναι νύχτα και δεις μακριά φως, κάθε φορά που θα σταυρώνεις το κεφάλι πρέπει να λες: «Εσείς που έχετε τη φωτιά και που ο ένας σφάζει, ο άλλος γδέρνει και ο τρίτος μαζώνει, πάρτε τον πόνο του κεφαλιού.»

Όταν σου έμπαινε κάτι στο μάτι έπρεπε να ανοιγοκλείσεις το ματόκλαδο τρεις φορές και να πεις «Αν είναι χώμα να τριφτή και αν είναι κότσιαλο να βγει.»

Ξόρκι κατά της μώρας που πρόσβαλλε τους ανθρώπους την ώρα που κοιμόντουσαν και δεν μπορούσαν να ανοίξουν τα μάτια τους.

«Μώρα, μώρα και μωρή σύρε να μετρήσεις τα φύλλα των δέντρων κι έλα πάτησε με
Μώρα, μώρα και μωρή σύρε να μετρήσεις τον άμμο της θαλάσσης κι έλα πάτησε με
Μώρα, μώρα και μωρή σύρε να μετρήσεις τα αστέρια του ουρανού κι έλα πάτησε με.»

Όταν τους πονούσε η λούγκα δηλαδή το μέρος ανάμεσα στη λεκάνη και στο μηρό έλεγαν το εξής ξόρκι.

«Λούγκα, δρούγα πάει στο λόγγο. Η λούγκα έμεινε και η δρούγα γύρισε». Έπειτα σταυρώνανε τρεις φορές το πόδι με το αδράχτι και δένανε το μεγάλο δάχτυλο με κλωστή γιατι πίστευαν ότι ο πόνος μαζεύεται εκεί όπως η κλωστή στο αδράχτι.»

Παπαγεωργάκη Αικατερίνη. Λαογραφική συλλογή από τα Πράμαντα. Χειρόγραφα Λαογραφίας των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Σειρά πέμπτη 1968-69, τόμος ΣΤ, σ. 267-291.

Ξόρκια που κάνουν σε περίπτωση ασθενειών

Για τη λούγκα (πρήξιμο) που έβγαινε ψηλά στο μηρό

Έπαιρναν ένα αδράχτι, ένα σφοντύλι , ένα ακόνι, ένα ξυράφι, ένα κάρβουνο αναμμένο κι ένα χτένι. Και με αυτά όταν ήταν χασοφεγγαριά και μόλις έβγαινε το πρώτο άστρο , τα κρατούσαν όλα μαζί, σταύρωναν το πόδι που πονούσε , τα πέταγαν κάτω και έλεγαν:

Η λούγκα πάει στην πόλη
Πάει και το χτένι
Πάει και το ακόνι
Πάει το ξουράφι
Πάει το κάρβουνο
Η λούγκα να μείνει στην πόλη
Και αυτά να ρθούνε πίσω

Αυτό το ξόρκι η γερόντισσα το έκανε επί τρεις βραδιές συνέχεια και δεν το μαρτυρούσανε πουθενά για να στρέξει (να πιάσει).

Για την άφτρα που έβγαινε στο στόμα

Μια πρωτοθειά του άρρωστου έπαιρνε ένα κόκκινο γνέμα και το περνούσε στο στόμα του, το τέντωνε δηλαδή με τα δυο της χέρια προς το στόμα του και το πρωί πριν βγει ο ήλιος έλεγε:

Πάρε θεια το φιό
Πάρε θειά την άφτρα

Το βράδυ παίρνει τρία κλαδιά από κλήματα, τα ανάβει στη φωτιά, τα σβήνει στο νερό και μετά με ένα βαμβάκι βουτηγμένο στο νερό αλείφει το στόμα του αρρώστου και λέει:

Έσβησε η θειά το φιο
Έσβησε η θειά την άφτρα
Αυτό γινόταν επί τρία βράδια συνέχεια

Φρειδερίκη Ρόκα. Λαογραφική συλλογή από το Παλαιοχώρι Συρράκου Χειρόγραφα Λαογραφίας των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Σειρά Πέμπτη 1968-69, τόμος Ζ (Ρ-Σ)  σ. 139-174.

Όταν μετά τη δύση του ηλίου πηγαίνει κάποιος στη βρύση για νερό παίρνει από απόσταση τρεις πέτρες τις οποίες κρατά στο αριστερό του χέρι. Πριν πάρει νερό τις ρίχνει μέσα στη βρύση για να μην του πάρουνε οι νεράιδες τη φωνή.

Όταν πέσει το σκοτάδι οι νοικοκυρές δεν θα έπρεπε να δανείσουνε ψωμί και αλάτι για να μη χαλάσει το σπιτικό τους.

Η πυροστιά πρέπει να βγαίνει γρήγορα από τη φωτιά για να γυρίσουν οι ξενιτεμένοι , να φύγουν γρήγορα τα χρέη και να γίνουν γρήγορα και καλά όλες οι δουλειές τους.

Οι κοπέλες δεν έπρεπε να γυρίζουν με άδεια βαρέλα στα γειτονικά σπίτια πηγαίνοντας για νερό γιατι έλεγαν ότι στο σπίτι εκείνο θα πάει και η νύφη χωρίς προικιό.

Δεν έπρεπε να χτυπάνε τα πρόβατα και τα γίδια με τη ρόκα γιατι πίστευαν ότι τότε βουρλιάζουν (τρελαίνονται).

Όταν τα  κορίτσια φορτώνονταν την βαρέλα δεν έπρεπε να σταυρώνουν την τριχιά γιατι θα έπνιγαν την πεθερά τους. Επίσης όταν φορτώνονταν δεν θα έπρεπε να ρίχνουν την τριχιά προς τα πίσω πάνω από τις πλάτες γιατι θα πέθαινε κάποιος από το σπίτι. Δεν έπρεπε να βγαίνουν λουσμένοι έξω για να μην τους πάρουν οι νεράιδες τη φωνή και δεν θα έπρεπε να λούζονται τα Ψυχοσάββατα γιατι οι πεθαμένοι τους θα έπιναν βρώμικο νερό.

Ανήμερα του Αγίου Τρύφωνος την 1η Φεβρουαρίου δεν θα έπρεπε να κόβουν τίποτε γιατι το σκουλήκι θα έκανε κακό στα σπαρτά τους. To ίδιο έκαναν και την Καθαρή Δευτέρα γιατι πίστευαν ότι διαφορετικά τα ποντίκια θα έτρωγαν το ψωμί τους όλη τη χρονιά. Μετά τη δύση του ηλίου δεν μάζευαν κουβάρια από μαλλί γιατι πίστευαν ότι τα γιδοπρόβατα τους δεν θα γεννούσαν καλά. Τη νύχτα δεν έπρεπε να μετράνε τα άστρα για να μη βγάλουνε στα χέρια γαρδαβίτσες (εξογκώματα σαν κρεατοελιές). Δεν θα πρέπει να οργώνουν της Αγίας Μαύρας  γιατι τότε θα ψοφήσουν τα βόδια και τα άλογα με τα οποία κάνουνε ζευγάρι.

Απέφευγαν να αφήνουν την πυροστιά ανάποδα γιατι πίστευαν ότι μουτζώνει το Θεό. Την Τρίτη και την Πέμπτη απέφευγαν να πλένουν τα ρούχα των ανδρών γιατι οι μέρες αυτές ταυτίζονταν με κάποια αρνητικά γεγονότα. Στις εννέα Μαρτίου των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων γυρίζουν έξω από τα χωράφια κρατώντας και χτυπώντας ταψιά και τραγουδούν τα εξής ενώ ταυτόχρονα κρατούν στο στόμα ένα χορτάρι που λέγεται ζώχος.

Σαράντα ζώχους έφαγα
Σαράντα ανάγκες έδιωξα
Σαράντα φίδια φεύγουνε
Κι εγώ τρώω το ζώχο

ή
Σαράντα μάραντα
Εγώ το ζώχο έφαγα
Σαράντα φίδια έσχισα

ή

τ αή Σαράντα, τ αή Μαράντα
σαράντα φίδια φεύγουνε
σαράντα ράχες γέρνουνε
κι εγώ τρώω το ζώχο μου

Την παραμονή του Ευαγγελισμού το βράδυ κυνηγούν τα φίδια χτυπώντας τα κουδούνια που κρεμούν στους λαιμούς των ζώων λέγοντας το εξής ξόρκι.

Φευγάστε φίδια γκουστερίδια
Έρχεται του Ευαγγελισμού
Με το σπαθί στο χέρι
Να σας κόψει το κεφάλι
Να το ρίξει στο ποτάμι
Να το φαν τα μαύρα φίδια
Και τα κόκκινα σκουλήκια.