Ο τοπικός πολιτισμός της περιοχής των Τζουμέρκων
Υπόμνημα:

Εικόνα 1: Η Γλυκοφιλούσα Παναγία

e1

Η παράσταση της Γλυκοφιλούσας Παναγίας, η οποία προαναγγέλλει το μελλοντικό Πάθος του Χριστού, είναι ίσως η αρχαιότερη σωζόμενη εικόνα της συλλογής μας.  Η μελαγχολική Παναγία, με στενούς ώμους, στρεφόμενη προς το θεατή, είναι τυλιγμένη σε σκούρο καστανόχρωμο μαφόριο που επιτείνει την αίσθηση της μελαγχολίας, η οποία αποτελεί άλλωστε και το βασικό στοιχείο της σύνθεσης. Με εξαίρεση τον λευκό χειριδωτό χιτώνα του Χριστού, που στερεώνεται με κόκκινη ζώνη στη μέση και τις πλατιές λευκές πινελιές που ορίζουν τις πτυχές του μαφορίου επάνω στον δεξιό ώμο της Παναγίας, το σύμπλεγμα των δύο μορφών, όπου η Παναγία κρατά τον Χριστό στο αριστερό της χέρι, ακολουθεί έναν παγιωμένο εικονογραφικό τύπο, διαδεδομένο ήδη στις αρχές του 14ου αιώνα στον βορειοελλαδικό χώρο της Μακεδονίας [1].

Τον συγκεκριμένο εικονογραφικό τύπο υιοθέτησε στο β΄ μισό του 15ου αιώνα ο Ανδρέας Ρίτζος [2]. Ωστόσο, η συγκεκριμένη παραλλαγή, όπου ο Χριστός σηκώνει το κεφάλι του ακουμπώντας ελαφριά την παρειά του σε αυτή της μητέρας του και αφήνει το αριστερό του χέρι στο δεξιό της, κρατώντας με το άλλο κλειστό ειλητάριο, απαντά ήδη σε κρητικές εικόνες του 15ου και 16ου αιώνα [3]. Ως προς τη ζωγραφική εκτέλεση των δύο μορφών, επάνω στον σκούρο προπλασμό τα φωτεινά μέρη περιορίζονται τόσο ως προς την ένταση όσο και ως προς την έκταση, απλωμένα στο μέτωπο και γύρω από τα μάτια, με κάποια ελαφριά ροδίσματα στις παρειές, δημιουργώντας μια αίσθηση υποφωτισμού που υποδηλώνει σαφώς τη μελαγχολική και συνάμα στοργική διάθεση των δύο προσώπων. Η εικόνα, η οποία διακρίνεται για το εξαιρετικό και ακριβές σχέδιο, το μαλακό πλάσιμο που δεν επιζητεί τις έντονες αντιθέσεις φωτός-σκιάς, αφήνοντας τα φωτεινά μέρη να ξεχωρίζουν με ελάχιστες λευκές ψιμυθιές και επιζητώντας να μεταδώσει τη μελαγχολική έκφραση, είναι έργο ενός ικανού ζωγράφου που θα μπορούσε κατά πάσα πιθανότητα να αποδοθεί στα τέλη του 15ου αιώνα.

[1]. Δρανδάκη 2002, 10-15.
[2]. Χατζηδάκη 1997, 74-77, αρ. κατ. 2.
[3]. Μπαλτογιάννη 2004, 153-159, αρ. 39-47· Αχειμάστου-Ποταμιάνου 1997, 96, αρ. 18.