Ο τοπικός πολιτισμός της περιοχής των Τζουμέρκων
Υπόμνημα:

Εικόνα 2: Η Παναγία Οδηγήτρια

e2a

Σε μια δεύτερη εικόνα με θέμα την Παναγία Οδηγήτρια[1], η Παναγία εικονίζεται καθισμένη σε ξύλινο θρόνο με καμπύλο ερεισίνωτο, που φέρει διακόσμηση με χρυσογραφίες, να κρατά τον Χριστό -τοποθετείται στον άξονα του κορμού της- στο υψωμένο δεξιό πόδι της. Ο εικονογραφική αυτή σύνθεση της καθισμένης Παναγίας με τρεις μικρές αποκλίσεις, που αφορούν στη στροφή της κεφαλής του Χριστού προς τα δεξιά, στο γεγονός ότι στο παράδειγμά μας αποκαλύπτεται περισσότερο ο ανοιχτός γκρίζος χιτώνας -με το ιμάτιο να καλύπτει το κάτω τμήμα του κορμού και τον αριστερό ώμο[2]– του Χριστού και στο γεγονός ότι κρατά στο δεξιό του χέρι ανοικτό ευαγγέλιο με την επιγραφή ΠΝΕΥΜΑ | Κ(ΥΡΙΟ)Υ ΕΠ  Ε | ΜΕ ΟΥ ΕΙ  | ΝΕΚΕΝ | ΕΧΡΙCE | ME ΕΥΑ | ΓΓΕΛΙC | ΑCΘΕ ΠΤΩ | ΧΟΙC AΠΕ | CΤΑΛΚΕ ΜΕ (Λουκάς, 4. 18), αντί για ειλητάριο, είναι πανομοιότυπη με μια αντίστοιχη σε εικόνα ένθρονης Παναγίας από του Museo Civico του Λιβόρνο, χρονολογημένη γύρω στα 1500[3], αλλά και με μια δεύτερη, της ίδιας εποχής, από το ναό του Αγίου Αντωνίου στην Κέρκυρα[4]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ομοιότητα, έως τη λεπτομέρεια, αναφορικά με τις κολπώσεις και τη γενικότερη οργάνωση και διάταξη του μαφορίου της Παναγίας, με το ανωτέρω πρότυπο.

Ο ζωγράφος μας επαναλαμβάνει εδώ έναν εικονογραφικό τύπο που ήταν διαδεδομένος στα τέλη του 15ου αι. Τα πόδια του θρόνου της Παναγίας σχηματίζονται από φτερωτές κεφαλές επάνω σε πυραμιδωτές βάσεις επενδυμένες με φύλλα άκανθας, ενώ στο μέτωπο του θρόνου εικονίζονται δύο προφήτες σχεδιασμένοι με χρυσές πινελιές. Ωστόσο, η ποιότητα της τεχνοτροπίας γενικότερα της εικόνας με το ικανό σχέδιο και την ιδιαίτερα φροντισμένη εκτέλεση, η πλαστικότητα των όγκων, το μαλακό πλάσιμο, τα λευκά φώτα γύρω από τις κόγχες των ματιών της Παναγίας, το ρόδινο-τριανταφυλλί χρώμα του σαρκώματός της επάνω σε προπλασμό καφέ, τα κόκκινα-τριανταφυλλί χείλη της, τα μακριά δάχτυλά της και η δήλωση των αρθρώσεων του δεξιού της χεριού, η ομοιότητα στην απόδοση της μύτης, η ικανότητα με την οποία το ένδυμα ακολουθεί τη δομή του σώματος, η ομοιότητα στην κατασκευή του ξύλινου θρόνου και ειδικότερα στα πόδια με τις φτερωτές κεφαλές και στην παρουσία των  μικρογραφικών παραστάσεων προφητών σε μανιεριστικές στάσεις στο μέτωπο, ο τύπος του υποποδίου, τα δύο μαξιλάρια, το πρώτο κόκκινο και το επόμενο πράσινο, συνιστούν στοιχεία που τεκμηριώνονται στο έργο του Μιχαήλ Δαμασκηνού και καθιστούν αρκετά πιθανή την απόδοση της εικόνας μας στον εν λόγω ζωγράφο. Άλλωστε, η εικόνα της συλλογής μας συγγενεύει με ενυπόγραφη εικόνα του Δαμασκηνού από την Κέρκυρα με θέμα μια ένθρονη Βρεφοκρατούσα Θεοτόκο[5]. Ο τύπος των ποδιών του θρόνου και ο τρόπος που αποδίδεται το υποπόδιο στην εικόνα μας απαντούν επίσης σε μια δεύτερη εικόνα του Δαμασκηνού, επίσης από την Κέρκυρα, όπου εικονίζεται ο Χριστός ως Μέγας Αρχιερέας[6].

Όπως και στην τελευταία έτσι και εδώ (με τη διαφορά ότι έχει μετατοπιστεί δίπλα στο υποπόδιο) είναι ζωγραφισμένο, επάνω στο προοπτικά αποδοσμένο αβακωτό δάπεδο με κόκκινο και πράσινο χρώμα, στο κατώτερο τμήμα της εικόνας, οικόσημο με δικέφαλο χρυσό αετό με βαθυπράσινο θυρεΐσκο που έχει αποξεσθεί, με αμυδρά ίχνη ζώνης, και ο οποίος προσιδιάζει στο οικόσημο του κερκυραϊκού οίκου της βενετικής στην καταγωγή οικογένειας Ιουστινιάνη[7]. Το στοιχείο αυτό συνιστά ίσως ένδειξη ότι η εικόνα συνιστούσε αντικείμενο οικογενειακής λατρείας. Στο κάτω δεξιό τμήμα της εικόνας σώζεται μέρος της λέξης [ΙΕ]Ρ[Ο]ΜΟΝΑΧΟΥ, η οποία είναι γραμμένη με μαύρα γράμματα.

[1]. Παπαδοπούλου – Τσιάρα 2008, 93-94, εικ. στη σ. 92.
[2]. Όπως σε εικόνα με τη Θεοτόκο «η Πάντων Ελπίς» των μέσων του 16ου αι. από το Μουσείο Αντιβουνιώτισσας στην Κέρκυρα, βλ. Βοκοτόπουλος 1990, 35-37, εικ. 104-106.
[3]. Χατζηδάκη 1993, 96, αρ. κατ. 20.
[4]. Βοκοτόπουλος 1990, 24-26, εικ. 15, 96-99.
[5]. Βοκοτόπουλος 1990, 45-47, εικ. 25, 115-119.
[6]. Βοκοτόπουλος 1990, 44-45, εικ. 23, 114, 120-123.
[7]. Τυπάλδος-Λασκαράτος 1980, 375-378. Με αντίστοιχου τύπου οικόσημο παρουσιάζεται και ο ζακυνθινός κλάδος της πατρικίας βενετικής οικογένειας, βλ. Τυπάλδος-Λασκαράτος 1988, 199-200, αρ. κατ. 270.