Ο τοπικός πολιτισμός της περιοχής των Τζουμέρκων
Υπόμνημα:

Εικόνα 3: Η Παναγία Οδηγήτρια

e3a

Τρία έργα, αντιπροσωπευτικά του «ακαδημαϊκού» ύφους ψυχρότητας του 17ου αι., μας αποκαλύπτουν τη δύναμη ενός σφιχτού γραμμικού σχεδίου που φτάνει έως την καλλιέργεια ενός κλίματος ψυχρότητας και ακαμψίας, στοιχεία τα οποία συνιστούν ένα στέρεο κρηπίδωμα που εμπλουτίζεται με τη χρήση σκληρών, αλλά και μαλακών πλασιμάτων, με έντονη σχηματοποίηση και δυσκαμψία στις πτυχές των ενδυμάτων των ιερών προσώπων και κατά βάση καλλιγραφημένα φώτα, ενός λαδοκάστανου προπλασμού επάνω στον οποίο απλώνεται η ρόδινη σάρκα με λευκές καλλιγραφικές ψιμυθιές που απλώνονται κτενωτά στα γυμνά μέρη του σώματος και γενικότερα τα φωτεινά μέρη συντίθενται από πολύ λεπτές λευκές γραμμές, στοιχεία που καθιστούν δυνατή και σαφή μια σταθερή και συντηρητική συμπεριφορά σε σχέση με την καινοτόμα παράδοση της προηγούμενης γενεάς του 16ου αι.

Στην εικόνα της Παναγίας, στον τύπο της Οδηγήτριας, η τελευταία κρατά στο αριστερό χέρι τον Χριστό, ο οποίος ευλογεί με απλωμένο οριζόντια το δεξιό, κρατώντας στο αριστερό ειλητάριο τοποθετημένο διαγώνια και έχοντας ακάλυπτο από το ιμάτιο τον δεξιό ώμο, αφήνοντας έτσι να διαφανεί ο κοσμημένος με σχηματοποιημένα άνθη τουλίπας λευκός χιτώνας. Επάνω από τον δεξιό ώμο της Παναγίας είναι γραμμένη η κόκκινη μεγαλογράμματη επιγραφή Η ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ. Ο φωτοστέφανος της Παναγίας φέρει χαμηλή ανάγλυφη διακόσμηση με ελισσόμενο βλαστό και με μεγάλα άνθη λωτού σε στικτό βάθος. Τα συμπιλήματα ΜΗΡ ΘΥ είναι εγγεγραμμένα σε κόκκινους κύκλους διανθισμένους με σχηματοποιημένα άνθη.

Η παραλλαγή της Οδηγήτριας της συλλογής μας παρουσιάζει στενή εικονογραφική και τυπολογική ομοιότητα με ενυπόγραφη εικόνα της Θεοτόκου Οδηγήτριας, έργο του Εμμανουήλ Λαμπάρδου, του 1629, από την Κέρκυρα[1], ακολουθώντας έναν τύπο που γνώρισε μεγάλη διάδοση στην κρητική σχολή. Η Οδηγήτρια της συλλογής μας παρουσιάζει στενή συγγένεια με τη δεσποτική εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, από το τέμπλο της μονής Ιβήρων στο Άγιο Όρος, έργο του Θεοφάνη του Κρητικού[2], αλλά και στενή εικονογραφική συνάφεια με ανάλογου θέματος εικόνα του Μιχαήλ Δαμασκηνού στη Βενετία, με τις μικροδιαφορές μεταξύ των δύο παραστάσεων να περιορίζονται στο ιμάτιο που αφήνει στην εικόνα μας ακάλυπτο τον δεξιό ώμο του Χριστού[3].

Ωστόσο, η εικόνα που παρουσιάζουμε έχει στενότατη εικονογραφική και τεχνοτροπική συνάφεια με μια εικόνα με το ίδιο θέμα του Εμμανουήλ Τζάνε του 1680 από το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών[4]· στον ίδιο ή στο εργαστήριό του θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί και το εν λόγω έργο της συλλογής μας. Πιθανόν το έτος κατασκευής, αν δεχθούμε ότι το τελευταίο γράμμα που έχει υποστεί φθορά αντιστοιχεί στο κόππα (Ϟ΄), όπως έχει άλλωστε προταθεί[5], στην αφιερωτική επιγραφή στο κάτω μέρος της εικόνας δέησοις τοῦ δοῦλου τοῦ θεοῦ ξα[…] ζαρύφη αχϞ΄[6], μάς παραπέμπει σε μια χρονολόγηση κοντινή σχετικά προς την εν λόγω εικόνα του Βυζαντινού Μουσείου. Μια πανομοιότυπη -γεγονός που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα αφιερώματα στα μοναστήρια της περιοχής των Τζουμέρκων- με επουσιώδεις διαφορές εικόνα, όπου η εικονογραφία και η τεχνοτροπία της καταδεικνύουν ότι τα δύο έργα προέρχονται αναμφίβολα από το ίδιο χέρι ζωγράφου, βρίσκεται σήμερα στο τέμπλο της μονής Μουχουστίου, στην Πλάκα Ιωαννίνων.

[1]. Βοκοτόπουλος 1990, 77, εικ. 168, 170, 342Α.
[2]. Θησαυροί του Αγίου Όρους 1997, 110-112, αρ. κατ. 2.40 (λήμμα Τσιγαρίδας, Ε. Ν.).
[3]. Τσελέντη-Παπαδοπούλου 2002, 143, πίν. 16, αρ. κατ. 43.
[4]. Χατζηδάκης – Δρακοπούλου 1997, 418, εικ. 325.
[5]. Καλούσιος 2008, 89.
[6]. Ο Σ. Λάμπρος διαβάζει στα 1886 το όνομα Ξάνθου Ζαράφη, βλ. Λάμπρος 1892, 354.